- περιαίνυμαι
- περιαίνῠμαι, [full] περιλαμβάνωA
, περιαίνυται ὀστέα τύμβος BCH24.380
(Bithyn.), cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, περιαίνυται ὀστέα τύμβος BCH24.380
(Bithyn.), cf. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαίνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιαίνυτο περιελάμβανεν, περιεῑχεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴνυμαι «λαμβάνω, παίρνω»] … Dictionary of Greek